διάπλοκος

διάπλοκος
-ο (Α διάπλοκος, -ον)
πλεγμένος μέσα σε άλλο ή μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
σφιχτοπλεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -πλοκος < πλόκος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”